διασίδι

διασίδι
το
1. νήμα που περνιέται στον αργαλειό, για να χρησιμέψει ως στημόνι.
2. το πανί, το ύφασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διασίδι — και διάσιμο, το 1. στημόνι αργαλειού 2. πανί που υφαίνεται στον αργαλειό 3. η υφαντική εργασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”